- υδροπληξία
- η, Νιατρ. καρδιοαναπνευστική ανακοπή που προκαλείται από την απότομη βύθιση ενός κολυμβητή σε παγωμένο νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + -πληξία (< -πληκτος < πλήττω), νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hydrocution].
Dictionary of Greek. 2013.